- τρηματίζω
- Α [τρῆμα, -ατος]καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ ταύτῃ τῇ παιδιᾷ χρώμενοι τρηματίκται τὴν προσηγορίαν εἶχον, και τρηματίζειν τὸ πρᾶγμα», Πολυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.