τρηματίζω

τρηματίζω
Α [τρῆμα, -ατος]
καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ ταύτῃ τῇ παιδιᾷ χρώμενοι τρηματίκται τὴν προσηγορίαν εἶχον, και τρηματίζειν τὸ πρᾶγμα», Πολυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρηματιζόντεσσι — τρηματίζω bet on the pips of dice pres part act masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηματίζειν — τρηματίζω bet on the pips of dice pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηματίζοντας — τρηματίζω bet on the pips of dice pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηματίκτας — ὁ, Α [τρηματίζω] τρηματίτης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”